- έλεγχος
- ο1. η έρευνα για την αλήθεια, την ορθότητα, την αξία, την ικανότητα, τη γνησιότητα κτλ. πράγματος, η εξακρίβωση: Έλεγχος πιστοποιητικών. – Έλεγχος μηχανών.2. (για θεωρίες, λόγους κτλ.), κριτική ανάλυση για ανεύρεση των τρωτών σημείων.3. κατάκριση, μομφή, δυσμενής κριτική: Κοινοβουλευτικός έλεγχος για το κυβερνητικό έργο.4. υπηρεσία που έργο έχει την παρακολούθηση της διαχειριστικής ομαλότητας άλλων υπηρεσιών: Διεθνής οικονομικός έλεγχος.5. η επίκριση που ασκεί η συνείδηση, οι τύψεις.6. ατομικό δελτίο προόδου και διαγωγής κάθε μαθητή, που παραδίνεται σε ορισμένα χρονικά διαστήματα στους γονείς ή τους κηδεμόνες του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.